ποθέσπερος

ποθέσπερος
ποθ-έσπερος, adv., gegen Abend, Abends

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποθέσπερος — ον, Α (δωρ. τ.) προσέσπερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν έσπερος, εφ έσπερος), με τροπή του τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …   Dictionary of Greek

  • εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”